Ο επιθανάτιος ρόγχος της πόλης ακουγόταν τις τελευταίες ημέρες εντονότερος. Ένα παρατεταμένο “κραααακκκκ” κάθε τόσο σαν να σκιζόντουσαν τα σωθικά της και ο ήχος αντανακλώταν και δονούσε το σύμπαν ολόκληρο. Δύο βαλίτσες έτοιμες έξω στο πεζοδρόμιο και εγώ από δίπλα, περιμέναμε από στιγμή σε στιγμή το φορτηγό να έρθει να μας πάρει. Ήμασταν λίγοι που είχαμε μείνει στη πόλη και οι οδηγίες ήταν σαφείς -να πάρουμε ότι θα μπορούσαμε να κρατήσουμε στα δυο μας χέρια.
Οι σειρήνες ηχούσαν με αυτό το βαθύ και παρατεταμένο μονότονο ήχο κάθε δέκα λεπτά λες και κάποιος θα μπορούσε να αγνοήσει το επερχόμενο έρεβος. Εδώ και δέκα χρόνια, όλες οι προσομοιώσεις έδειχναν με ακρίβεια την κατάρρευση των τοίχων που συγκρατούσαν την ορμή του νερού -που είχε αυξηθεί επικίνδυνα λόγω των πάγων που έλειωναν- έξω από τη πόλη. Η εγκατάλειψή της ήταν επιβεβλημένη.
Κάθισα στην καρότσα του φορτηγού, ανάμεσα στους λίγους συμπολίτες μου βλέποντας το σπίτι μου να απομακρύνεται. Δεν έκανα τον κόπο να κλείσω την πόρτα του σπιτιού φεύγοντας, ήθελα να καλωσορίσει σαν καλός οικοδεσπότης τη δύναμη της φύσης. Έβλεπα το μεγάλο δέντρο με τη κούνια που κάναμε μικροί, να την πηγαίνει ο αέρας πέρα-δώθε και τη πίσω μεριά που ήταν ο κήπος μας, ανθισμένος με τις παιδικές μας αναμνήσεις. Στη Μεγάλη Αρρώστια έχασα τους δικούς μου και όσα ζώα έμειναν άλλα τα αφήσαμε ελεύθερα και τα δυνατά τα δώσαμε στην Ευθύνη Διοίκησης της Επιχείρησης για να μεταφερθούν σε πιο ψηλά εδάφη, ελεύθερα για αναπαραγωγή.
Είχαν περάσει δύο ώρες χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα μεταξύ μας, ανεβαίνοντας τον δύσκολο δρόμο προς το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης όταν η τελευταία αγωνιώδης κραυγή της πόλης ακούστηκε σαν αναστεναγμός και τράνταξε όλη τη κοιλάδα μέχρι πάνω ψηλά το βουνό που βρισκόμασταν.
Σταματήσαμε και αποβιβαστήκαμε στην άκρη του δρόμου για να κρατήσουμε τη τελευταία εικόνα της πόλης στη μνήμη μας, να θρηνήσουμε τη ζωή που αφήσαμε και πέθαινε εκεί κάτω στα χαμηλά. Πρόσωπα σκυθρωπά, λυπημένα, αγανακτισμένα κοιτούσαν εκεί που πρέπει να είχε υποχωρήσει το φράγμα και το νερό νικητής ενός χαμένου από την αρχή αγώνα να ξεχύνεται ασυγκράτητο και να σκεπάζει τα πάντα. Χωράφια και δρόμοι ήταν τα πρώτα που έχασαν το σχήμα τους, μετά σιγά-σιγά τα σπίτια.
Κοιτάζαμε χωρίς να μιλάμε -και τι θα μπορούσαμε να πούμε άλλωστε, λες και δεν το ξέραμε, δεν το περιμέναμε, δεν είχαμε βασανιστεί στα όνειρά μας. Το ελαφρύ χώμα που σκέπαζε τους προγόνους μας, θα γινόταν λάσπη και θα κάλυπτε και όλα όσα μας άφησαν κληρονομιά μαζί με τα όνειρά τους για αυτόν τον τόπο, μαζί τους και τα δικά μας όνειρα. Όλα μέσα σε λίγα λεπτά χάθηκαν κάτω από τόνους νερό.
Ασυναίσθητα άφησα τα χέρια μου που μέχρι πριν λίγο οι παλάμες τους έκλειναν σφικτά το πρόσωπό μου και άγγιξα την κοιλιά μου. Οι οδηγίες ήταν σαφείς -δεν μας απαγόρευσαν να πάρουμε μαζί μας τα αγέννητα. Σε δύο μήνες μια νέα ζωή θα γεννηθεί και θα έρθει αντιμέτωπη με τη τραγωδία που ζούμε και θέλω να πιστεύω ότι θα παλέψει να βρει λύσεις, να βρει ένα τρόπο να αλλάξει τα σχέδια κάποιων.
Γνωρίζω και το όνομα που θα της δώσω, Ελπίδα.
Αφιερώνεται εξαιρετικά στη μνήμη του σερ Έντμουντ Χίλαρι, που ανακοινώθηκε ο θάνατός του στις 11/01/2008, σε ηλικία 88 ετών. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε την κορυφή των Ιμαλαϊων στα 33 του. Ήταν μια ηρωική προσωπικότητα που έζησε μια ζωή με αποφασιστικότητα, ταπεινότητα και γενναιοδωρία, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της ζωής του στο να προσφέρει τεράστιο κοινωνικό έργο σε αυτούς που μένουν στη σκιά του Έβερεστ. Ήταν αυτός που δήλωσε ότι δεν τα έβαλε με το βουνό αλλά με τον ίδιο του εαυτό και πέθανε με το παράπονο να δει να λιώνουν οι πάγοι στην Ανταρκτική.
Περισσότερα για τον Έντμουντ Χίλαρι εδώ
------------------------------------------
ΥΓ. Τρομάζω στην υποτιθέμενη ερώτηση των παιδιών μου:" Μπαμπά σε τι κόσμο μας έφερες". Ο μόνος λόγος που σκέφτομαι για να νοιώσω καλύτερα είναι γιατί πιστεύω στη νέα γενιά, πιστεύω ότι θα βρει λύσεις και ότι δεν θα μείνει αμέτοχη στη καταστροφή που γίνεται.